- ἀκοστήσας
- ἀκοστήσᾱς , ἀκοστάωwell-fedaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ἀκοστήσᾱς , ἀκοστέωwell-fedaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακοστώ — ἀκοστῶ ( άω και έω) (Α) (για άλογα) ἀκοστήσας, σασα, σαν αυτός που έφαγε πολύ κριθάρι και μπούχτισε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκοστή το ρ. απαντά μόνο στη μετοχή αορίστου στην Ιλιάδα: «ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ». ΠΑΡ. αρχ. ἀκόστησις] … Dictionary of Greek